Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Οι επισκέπτες


Τους ξαναβρήκε ενώ έκανε βόλτα, μόνος του στο χιόνι. Το κοιτούσε που έπεφτε από ψηλά, γαλήνιο, χωρίς έγνοιες ή παράξενους συντρόφους. Τους ξαναβρήκε όταν κοίταξε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου, τους ξαναβρήκε στο δρόμο για το σπίτι. Δεν μίλησε αλλά κάτι γρατζουνούσε τους λοβούς των αυτιών του. Ήθελε να πετάξει μακριά αλλά ένιωθε μύγα χωρίς φτερά. Τον αναζητούσαν. Φώναξαν με ήχους καμένου χαρτιού. Εκείνος με πίσσα στη καρδιά και πέτρες τριγύρω του, τους αγνοούσε ηθελημένα. Αλλά εκείνοι συνέχιζαν. Πρόβαλλαν ολογράμματα που τρομοκρατούσαν. Δούρειους Ίππους του ασυνειδήτου. Έχοντας έρθει σε στενή επαφή και μελετώντας τα δαιμόνια εκείνα στο παρελθόν άφησε τις προκλήσεις να πέσουν στο κρύο πάτωμα δίχως να το σκέφτεται περαιτέρω. Αλλά

γιατί κρύωνε κι αυτός ;

Αργεί να ξημερώσει, η νύχτα θα είναι μακριά και βασανιστική. Οι επισκέπτες δεν πρόκειται να μπουν μέσα. Τέρμα οι ελεημοσύνες, οι αμφίδρομες.

Τους βλέπει μέσα από το τζάμι μα το θολώνει με την ανάσα του. Ανθίσταται. Η λογική και το πνεύμα είναι όπλα ισχυρά. Δεν είναι σίγουρος όμως για το υποσυνείδητο.

Ακόμα φοβάσαι



Ακόμα ελπίζεις

Αυτά ακούει, θολά, πριν αποκοιμηθεί τα τελευταία βράδια.

Ακόμα

δεν

ξημέρωσε

...