Καλώς όρισες τρελέ. Δεν έφυγες για πολύ. Αλλά απάντησε μου σ’ αυτό που θα σε ρωτήσω. Τι κάνεις εδώ; Γιατί ασκείς νεκρομαντείες, τι θες να προκαλέσεις; Μήπως φοβάσαι τις αναταράξεις, τους καπνούς από το καθρέφτη εκεί στην εξορία σου; Πες μου το λόγο.
Εκείνος συνοφρυώθηκε, βαριαναστέναξε αλλά τελικά μίλησε
Τόση ομορφιά
Τόση ομορφιά έβλεπα γύρω μου, κοιτώντας από το φεγγίτη
Τόση ομορφιά
που δεν την άντεχα!!!
Τόση ομορφιά
κι αυτός ανέπνεε αναθυμιάσεις
που κληρονόμησε από το ταξίδι στ’ άστρα
Έβλεπα την ομορφιά γύρω μου, αγνή, πρόστυχη, που σε μπερδεύει
Την έβλεπα και πάγωνα
από τρόμο και δέος
Παράλληλα έβλεπα και αυτόν. Μια στιγμή ανέβηκε στο ψηλότερο σημείο του βουνού της ευδαιμονίας και αμέσως μετά
έ π ε σ ε
ραγίζοντας τα κόκαλα του στέρνου του και δεν ξανασηκώθηκε, δεν ήθελε να ξανασηκωθεί. Κείτονταν ασάλευτος, κάποιος νόμιζε πως κοιμόταν αλλά δεν κοιμόταν. Απλά είχε μεθύσει και σκεφτόταν. Είχε μεθύσει από τη μυρωδιά της επερχόμενης βροχής, περπατώντας στα χνάρια του κάλλους, της αθωότητας, της απάτης, ακούγοντας ήχους φιλιών και αγκαλιασμάτων. Μέθυσε και δεν ήθελε να σηκωθεί. Κι έβλεπα τους ρυθμούς να πέφτουν, τους ανθρώπους να διασκεδάζουν και ένα ή δύο φώτα να αναβοσβήνουν και αποφάσισα να παρανομήσω, να παρασυρθώ σε περασμένες λατρείες, να συρθώ στις πληγές αλλά νιώθω πως δεν είμαι ευπρόσδεκτος.
Καλά νομίζεις, μη προσπαθείς ν’ αναστήσεις τα ήδη νεκρά. Μόνο ο πόνος είναι αιώνιος. Γύρνα στο κελί σου.
Η φωνή ακούστηκε σίγουρη και αυστηρή. Προερχόταν από άνθρωπο αναποφάσιστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου